ρινωτηρία

ρινωτηρία
η / ῥινωτηρία, ΝΑ
ναυτ.
σανίδωμα στην πλώρη τών ιστιοφόρων πλοίων κοντά στη ρίζα τού προβόλου, πάνω στο οποίο στέκονταν οι ναύτες που χειρίζονταν τους αρτέμονες, τους φλόκους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥινωτηρία — ῥινωτηρίᾱ , ῥινωτηρία fem nom/voc/acc dual ῥινωτηρίᾱ , ῥινωτηρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥινωτηρίαν — ῥινωτηρίᾱν , ῥινωτηρία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՆԱՒԱՑՌՈՒԿ — ( ) NBH 2 0409 Chronological Sequence: 8c գ. Ցռուկ կամ քիթ նաւու երկայնեալ. ... Կայ յն. ῤινωτηρία pars navis prope carinam. *Շինեաց աշտարակս ժայռաւորս իբրեւ զնաւացռուկս. Խոր. ՟Գ. 59: (գուցէ լինի իմանալ եւ իբրեւ զցռկանաւս. ուստի կազմի եւ յաջորդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”